- ευγηρία
- ητα καλά γηρατειά, καλή γεροντική ζωή: Οίκος ευγηρίας (ειδικό ίδρυμα για ηλικιωμένους).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εὐγηρία — εὐγηρίᾱ , εὐγηρία green old age fem nom/voc/acc dual εὐγηρίᾱ , εὐγηρία green old age fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐγηρίᾳ — εὐγηρίᾱͅ , εὐγηρία green old age fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευγηρία — η (ΑΜ εὐγηρία) [εύγηρος] τα καλά γεράματα, η καλή φυσική κατάσταση και ευχάριστη διαβίωση τών ηλικιωμένων … Dictionary of Greek
εὐγηρίαν — εὐγηρίᾱν , εὐγηρία green old age fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՔԱՋԱԾԵՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0984 Chronological Sequence: 6c գ. εὑγηρία commoda senectus, felix senium. Հասակ եւ վիճակ գովելի ծերութեան. *Քաջամանկութիւն, ծերութիւն բարեբախտիւ, ի քաջածերութեանն վիճակ բարերախտութեանն: Զքաջածերութեանն ʼի կենացն ʼի դիներբուացն ըստ նմին … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)